Δούκας & Φραντζής….οι ιστορικοί της Άλωσης

Απεικόνιση της Άλωσης σε έργο άγνωστου καλλιτέχνη του μεσαίωνα περί το 1537

© copyright μετάφραση – επιμέλεια Ιωάννης Τζάνος πτυχ. Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.

Αναδημοσίευση από Χείλων

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αποτέλεσε και θα αποτελεί σημείο αναφοράς αφού η πορεία και η πτώση της άλλοτε κραταιάς Βασιλεύουσας απασχόλησε τους σημαντικότερους ιστορικούς. Οι πηγές που βρίσκονται στη διάθεση των μελετητών είναι ποικίλες, αν και είναι γενικά παραδεκτό, ότι δεν είναι όσες θα περίμενε κάποιος, συνυπολογίζοντας την αίσθηση που προκάλεσε στον μεσαιωνικό κόσμο η καταστροφή της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινές πηγές και κυρίως οι «καταθέσεις» που έχουν παραδοθεί από τους «ιστορικούς της άλωσης», Δούκα & Γεώργιο Φραντζή ή Σφραντζή, αποτελούν αντικείμενο μελέτης και πηγή έμπνευσης για τα δρώμενα της εν λόγω περιόδου.

(Μιχαήλ) Δούκας

Τόσο το μικρό όνομα του Δούκα όσο και ο χρόνος και τόπος γέννησης του δεν είναι γνωστά. Εικάζεται ότι γεννήθηκε περί το 1400 στην Λέσβο ή στην Μικρά Ασία και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ, καθώς από πληροφορίες του ιδίου φέρεται ως εγγονός του Βυζαντινού αξιωματούχου Μιχαήλ Δούκα, από την γνωστή Βυζαντινή οικογένεια, ο οποίος στις συγκρούσεις της περιόδου 1341-1347 είχε υποστηρίξει τον Ιωάννη Καντακουζηνό, είχε φυλακιστεί από τον Ιωάννη Απόκαυκο αλλά δραπέτευσε στη Μικρά Ασία κι εγκαταστάθηκε στην Έφεσο όπου εργάστηκε ως γιατρός. Το ιστορικό έργο του Δούκα, εκτός από το πρωτότυπο κείμενο, μεταφράστηκε και σε παλαιά Ιταλική διάλεκτο. Πρόκειται για άλλη εκδοχή του κειμένου, η οποία παρέχει πληθώρα πληροφοριών που απουσιάζουν στο πρωτότυπο. Ο Δούκας είναι ένας συγγραφέας άξιος μελέτης, καθώς παραθέτει με ακρίβεια γεγονότα, των οποίων υπήρξε σε ορισμένες περιπτώσεις αυτόπτης μάρτυρας – χαρακτηριστικά που σύμφωνα με τους ιστορικούς, είναι σημαντικότερα από τους βαρβαρισμούς που χαρακτηρίζουν το ύφος του, το οποίο αποδοκίμασε σε μεγάλο βαθμό ο υπερόπτης εκδότης του κειμένου στην προβληματική έκδοση της Βόννης.

Μετά από τέσσερα σύντομα εισαγωγικά κεφάλαια, όπου παρατίθενται χρονολογικά ορισμένα γεγονότα από την δημιουργία του κόσμου (Αδάμ) και εντεύθεν, ο Δούκας αρχίζει την καθαυτό αφήγηση της Βυζαντινής – Τουρκικής ιστορίας με την μάχη του Κοσσόβου το 1389. Ωστόσο, κατά την αφήγηση παρεμβάλλονται οκτώ κεφάλαια, τα οποία πραγματεύονται τον σφετερισμό της εξουσίας από τον Καντακουζηνό.

Από το 1389 και μετά αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τις βιαιοπραγίες του Τουρκικού ζυγού και εκτείνεται ως την κατάληψη της Λέσβου από τους Τούρκους το 1462. Ο Δούκας ωστόσο διακόπτει την αφήγησή του για να κάνει εκτενή αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στους γιους του Βαγιαζήτ Α’. Η κατάληψη της Λέσβου από τους Τούρκους είναι το τελευταίο γεγονός που παραθέτει, ενώ η Ιταλική εκδοχή, η οποία βασίζεται σε πληρέστερο Βυζαντινό κείμενο, περιλαμβάνει μία επιπλέον σελίδα (σελ. 512) για το γεγονός.

Ανάγλυφο από το κάστρο της Μυτιλήνης, που δείχνει το κρυπτογράφημα των Παλαιολόγων (αριστερά), τον Βυζαντινό δικέφαλο αετό (στο κέντρο) με το οικόσημο Gattilusi στο στήθος του και τον αετό της οικογένειας Doria (δεξιά)

Επίσης, σε προηγούμενο εδάφιο του Βυζαντινού κειμένου αναφέρει ότι οι Γατελούζοι της Λέσβου «δεν έπαψαν να κυριαρχούν σε αυτό το νησί μέχρι σήμερα», ενώ στην Ιταλική εκδοχή αναφέρεται ότι «ο απόγονός του….κυριάρχησε μέχρι την κατάληψη της Μυτιλήνης, πολλά χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης».

Εντούτοις, το Βυζαντινό κείμενο περιλαμβάνει 25 σελίδες και συγκεκριμένα τις σελίδες 222-247, οι οποίες απουσιάζουν στην Ιταλική εκδοχή, η οποία, ως αντιστάθμισμα αυτής της παράλειψης, περιέχει μια εκτενέστερη αφήγηση και περιγραφή της μάχης του Κοσσόβου, παραθέτοντας, μεταξύ άλλων, το πραγματικό όνομα του Σέρβου ήρωα, Μίλος Κόμπιλιτς (Kobilich) το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε Όμπιλιτς χάριν ευφωνίας.

Ο Δούκας ωστόσο, δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένος με την ιστορία της Φραγκοκρατούμενης Ελλάδας. Έτσι γράφει ότι οι Κυκλάδες καταλήφθηκαν από τους Φράγκους της Ναβάρα- ένας αναχρονισμός, ο οποίος μετατόπισε στις αρχές του 13ου αιώνα τα κατορθώματα της Ναβαρικής Επιχείρησης στο Δουκάτο των Αθηνών και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, τα οποία έλαβαν χώρα περί τα τέλη του 14ου αιώνα.

Πρίγκηπας Στέφαν Λαζάρεβιτς own work [Public domain], via Wikimedia Commons

Ήταν όμως ενημερωμένος σχετικά με τα γεγονότα του καιρού του με μόνη εξαίρεση τα ζητήματα της Ουγγαρίας, τα οποία αγνοούσε. Η περιγραφή του Βελιγραδίου είναι πολύ ακριβής και εναργής, ενώ δείχνει να γνωρίζει καλά και τα της Σερβικής πολιτικής. Συνεπώς, εκτός από την κρίσιμη μάχη του Κοσσόβου, αφηγείται τα κατορθώματα του Στέφανου Λαζάρεβιτς (Lazarevich) την ανοικοδόμηση της Σημηνδρίας (Σερβική περιοχή) από τον Γεώργιο Μπράνκοβιτς (George Brankovich) και την αιχμαλωσία του από τον Μουράτ Β’.

Ο Δούκας κάνει εκτενή αναφορά στο Τουρκικό σύστημα, την ίδρυση του κινήματος των Γενίτσαρων και άλλων παρόμοιων ηγετικών κινημάτων, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζει σε βάθος όλα τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν στην Μικρά Ασία, ιδιαίτερα την Φώκαια και το νησί της Λέσβου, για τις οποίες το έργο του αποτελεί μια εξαίρετη και αξιόπιστη πηγή.

H εις βάθος γνώση των παραπάνω γεγονότων μπορεί να εξηγηθεί αν λάβει κανείς υπόψη τις αυτοβιογραφικές αναφορές, με τις οποίες ο Δούκας έχει διανθίσει την αφήγησή του. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο παππούς του, ονόματι Μιχαήλ Δούκας, απόγονος της παλαιάς οικογένειας των Δουκών, υπήρξε ένα από τα έξι άτομα που σώθηκαν βρίσκοντας καταφύγιο στην κρύπτη μιας Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη μετά τη δολοφονία του Αποκαύκου το 1345.

Ο Μιχαήλ μεταμφιεσμένος σε μοναχό, κατάφερε να ξεφύγει και να περάσει από εκεί στην Ασία στην αυλή του Ίσα Μπέη Ι (Isa Bey) ο οποίος τον υποδέχτηκε θερμά και τον όρισε κάτοικο της Εφέσου. Άνδρας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και χωρίς να στερείται ιατρικών γνώσεων και ικανοτήτων, ο πρόσφυγας αυτός θεώρησε το νέο του σπίτι πατρίδα του, προβλέποντας ότι, πολύ σύντομα, ολόκληρη η Θράκη και τα Βαλκάνια, που εκτείνονται ως το Δούναβη, θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων, μία πρόβλεψη που επαληθεύτηκε όσο ζούσε ο εγγονός του.

Ο Δούκας αναφέρεται για πρώτη φορά στο άτομό του λίγο μετά το 1413, όταν ένας ηγούμενος της μονής Τουρλωτής στην Χίο αφηγήθηκε την ιστορία κάποιων επιβεβαιωμένων θαυμάτων «ἃ ἐνώπιον ἐμοῦ τοῦ γράφοντος ἔλεγε». Επίσης, αναφέρει: «Έχω ένα σπίτι στη Νέα Φώκαια» και συνεπώς εκεί απέκτησε τις τεχνικές του γνώσεις για τον αλουνίτη (είδος μετάλλου). Ενδεχομένως να είχε διατελέσει γραμματέας του Ιωάννη Αδούρνο (Giovanni Adorno) διοικητή της Νέας Φώκαιας από το 1405 ως το 1424, καθώς είχε αναλάβει δύο φορές να γράψει επιστολές στον Μουράτ Β’ κατόπιν εντολής του Αδούρνο.

Μωάμεθ Β΄ γνωστός και ως Μωάμεθ ο Πορθητής και Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ Konstantin Kapıdağlı [Public domain], via Wikimedia Commons

Το 1452 ο Δούκας βρισκόταν στο Διδυμότειχο, αφού αναφέρει ότι εκεί είδε τα ανασκολοπισμένα σώματα του καπετάνιου ενός Βενετικού πλοίου και των ανδρών του, οι οποίοι εκτελέστηκαν κατόπιν διαταγής του Μεχμέτ Β’ (Μωάμεθ Β’). O Δούκας βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της από τους Τούρκους, καθώς είχε δει εκεί μία μοναχή να λατρεύει τον ψευδοπροφήτη.

Οι αφηγήσεις του Δούκα σχετικά με την πολιορκία της Πόλης και τις αιχμαλωσίες βασίζονται στα λεγόμενα αυτοπτών μαρτύρων, όχι μόνο αιχμαλώτων αλλά και πολιορκητών, καθώς παραθέτει μία ιστορία που του αφηγήθηκε μια αιχμάλωτη γυναίκα ευγενικής καταγωγής και ο ίδιος αναφέρει:

«Μετά τον πόλεμο συνάντησα πολλούς Τούρκους, που κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και μου είπαν για τις πράξεις τους».

Έτσι εξηγείται η εκτενής και γλαφυρή αφήγηση σχετικά με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο ίδιος, έχοντας μελετήσει σε βάθος τους προφήτες της Εβραϊκής Βίβλου, διάνθισε την αφήγησή του με θρήνους, για να δείξει εμφανώς την θλίψη του για το ατυχές γεγονός της άλωσης. Φαίνεται πως ο Δούκας θεωρούσε ότι χρωστούσε μια συγγνώμη στους αναγνώστες του, για το γεγονός ότι συνέχισε την αφήγησή του ακόμη και μετά τη κατάληψη της Πόλης λέγοντας:

«διότι δεν ήταν πρέπον να εξιστορήσω τις νίκες και τα κατορθώματα του ασεβούς τυράννου και άσπονδου εχθρού και εξολοθρευτή του γένους μας».

Τα τρία τελευταία κεφάλαια του έργου του, που καλύπτουν το χρονικό διάστημα 1453-1462, πραγματεύονται εκτενώς τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Λέσβο.

Χάλκινο δηνάριο του Domenico Gattilusio, με ένα μεγάλο «D» στην εμπρόσθια όψη και το τετράγραμμα του σταυρού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο πίσω μέρος Classical Numismatic Group, Inc. http://www.cngcoins.com [CC BY-SA 2.5], via Wikimedia Commons

Τον Ιούνιο του 1455 ο Δούκας είχε σταλεί εξ ονόματος του Ντορίνο Α΄ Γατελούζο (Dorino I Gattilusio) σε έναν Τούρκο ναύαρχο, ονόματι Χαμζά, για να  υποβάλλει τα σέβη του και να του προσφέρει δώρα, μόλις επέστρεψε ο Τουρκικός στόλος από τη Χίο. Την 1η Αυγούστου ο γιος του Δομήνικος Γατελούζος (Domenico Gattilusio) ο οποίος στο μεταξύ είχε καταφέρει να οδηγήσει τον Ντορίνο στο θάνατο, τον έστειλε στην Αδριανούπολη, για να αποτίσει φόρο τιμής στον Μεχμέτ Β’ για τη Λέσβο και τη Λήμνο. Επέστρεψε στο αρχηγείο του Σουλτάνου κι από εκεί μετέβη στο Βουλγαρικό χωριό Ζλάτκα. Κατόπιν στάλθηκε ως απεσταλμένος του Δομήνικου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τον Αύγουστο του 1456 εστάλη και πάλι για να αποτίνει φόρους τιμής. Οι εν λόγω κινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να αποκτήσει αξιόλογες διπλωματικές ικανότητες, ιδιαίτερα όσον αφορά στις σχέσεις Λέσβου-Τουρκίας.

Ήρθε επίσης σε επαφή με τους Κρήτες, τους οποίους γνώρισε αρκετά καλά και για τους οποίους έγραψε ότι «ήταν πάντοτε οι πιο αξιόπιστοι του Ελλαδικού χώρου» όπως απέδειξε και η σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Χάρη στις πολύτιμες γνώσεις η αφήγησή του, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πρωτότυπη, παρέχει σημαντικά τεκμήρια για τα γεγονότα της περιόδου.

Πράγματι, οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι έχουν κατηγορηθεί άδικα λόγω της σχολαστικότητάς τους κατά την παράθεση των γεγονότων – συνήθως από αυτούς που δεν έχουν μελετήσει τα έργα τους ή από αυτούς που τους μελέτησαν αποκλειστικά ως κλασικίζοντες συγγραφείς – ενώ στην πραγματικότητα, ήταν άνθρωποι της διπλωματίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων συγγραφέων αποτελούν ο Ακροπολίτης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Καντακουζηνός, ο Φραντζής και ο Δούκας.

Ο Δούκας ήταν επίσης, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι της διπλωματίας, έντονα θρησκευόμενος. Πίστευε πως οι αμαρτίες των Χριστιανών ήταν η αιτία για όλες τις καταστροφές, τις οποίες προκάλεσαν οι Τούρκοι· και η Κωνσταντινούπολη χάθηκε, κατά την άποψή του, για τον ίδιο λόγο. Στα πλαίσια αυτού του πνεύματος, εμπνεύστηκε και τα σχόλιά του σχετικά με τον θάνατο του Μουράτ Β’, τον οποίο επαινεί, καθώς μεταχειρίστηκε με βίαιο τρόπο τον Μεχμέτ Β’, «τον μαθητή του μεταμορφωμένου σε φίδι Σατανά».

Τα σκληρά του λόγια κατά των Ορθοδόξων Ελλήνων, μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, υποδεικνύουν ότι ήταν Ανθενωτικός, δηλαδή δεν ήταν υπέρμαχος της ένωσης των Εκκλησιών. Η γλώσσα και το ύφος του Δούκα είναι τόσο ανορθόδοξα όσο και η θρησκεία του. Χρησιμοποιεί πολλές ονομαστικές απόλυτες και γενικά ανακόλουθα σχήματα, τα οποία, ωστόσο, δεν αλλάζουν το νόημα των περιόδων (για παράδειγμα χρησιμοποιεί τη λέξη ἄνδρας αντί της ονομαστικής ενικού ἀνὴρ). Επίσης, το έργο του βρίθει ξενόφερτων λέξεων και ιδιαίτερα Τουρκικών και Ιταλικών. Όσον αφορά στις Τουρκικές λέξεις, παρατίθενται ενδεικτικά οι ακόλουθες: καδίν, καδδίσι, καβούρ, καβουρίδων (Γκιαούρηδων) τζιαβούσιδας (αυλικός στρατιωτικός) τετὲ σοῦλταν ἐρής (αρχισουλτάνε, βιάσου) ζαρκουλᾶν (καπέλο) ἄκκην (επιδρομή/εισβολή) γενίτζερι (γενίτσαροι) τούρουν, τούρουν, κατζμάν (σταματήστε, μην τρέπεστε σε φυγή) σιαραπτάρ (αγγελιαφόρος) λαλά (δάσκαλος-καθοδηγητής) ὀρταγή (αρωγή).

Όσον αφορά στις Ιταλικές λέξεις: δεφενδεῦσαι, δεφένσορας, δεφενδεύειν, μπαρούνιδας (βαρόνοι) πόρτα (όπως και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα) σκάκω ζόγκω (πατ στο σκάκι, δηλαδή αδυναμία κίνησης του πιονιού) ποδέσταις, πραῖδαν, γαρδίας, φοῦρκα (αγχόνη) και τέντα. Η χρήση αυτών των λέξεων πιθανώς οφείλεται στις επαφές του Δούκα με τους Γενοβέζoυς κυρίαρχους της Λέσβου και της Φώκαιας.

Επίσης, στο κείμενο εντοπίζονται και δύο Λατινισμοί: ἐν ἐξπεδίτῳ (σε εκστρατεία) και σπεκουλάτωρ (εκτελεστής). Τέλος εντοπίζεται και η Ρουμάνικη λέξη Δραγούλιος, την οποία ο Δούκας χρησιμοποιεί αντί της λέξης πονηρός, καθώς παραπέμπει στο χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Δράκουλ (Dracul) που αποδίδονταν στον Βλάντ II και σημαίνει «Διάβολος».

Γεώργιος Σφραντζής

Από τους τέσσερις ιστορικούς της άλωσης της Κωνσταντινούπολης – Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, Μιχαήλ Κριτόβουλο, Μιχαήλ Δούκα και Γεώργιο Σφραντζή ή Φραντζή – ο τελευταίος βρίσκεται πιο κοντά στα εξιστορούμενα γεγονότα. Όντας διπλωμάτης, αναμεμειγμένος με την πολιτική του καιρού του και έμπιστος ακόλουθος των Παλαιολόγων με πολυάριθμες εμπιστευτικές αποστολές, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας πολλών γεγονότων που εξιστορεί και επομένως γράφει «αυτοχειρί το ιστορικό του έργο και οι αντιγραφείς είναι απόντες».

Το έργο του Φραντζή είναι κατά βάση αυτοβιογραφικό. Όσον αφορά στην οικογένειά του αναφέρει ότι οι συγγενείς της μητέρας του κατοικούσαν στη Μεσσηνία και ότι ο παππούς του βρισκόταν μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στη Λήμνο όταν η Αγία Θωμαΐς έκανε εκεί μία στάση καθώς ταξίδευε από την Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. H μεγαλύτερη σε ηλικία κόρη του είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από την αρετή της αγίας γυναίκας, ώστε σύντομα εγκατέλειψε γονείς, αδέρφια, σύζυγο και παιδιά και έγινε μοναχή, ενώ αργότερα η νεότερη αδερφή της ακολούθησε τα χνάρια της. O Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού της Κωνσταντινούπολης, στις 30 Αυγούστου 1401 και πνευματική του μητέρα ήταν η Αγία Θωμαΐς.

Απεικόνιση του Γεωργίου Σφραντζή (δεξιά) με τον Κων/νο Παλαιολόγο (αριστερά).

Η αδερφή του ήταν παντρεμένη με τον Γρηγόριο Παλαιολόγο Μαμωνά, ο οποίος ήταν μέλος της σπουδαίας οικογένειας που κυριαρχούσε στη Μονεμβασιά, αλλά δυστυχώς πέθανε μαζί με τον σύζυγό της και την κόρη της από πανούκλα σε μια πόλη κοντά στη Μαύρη Θάλασσα τον χειμώνα του 1416-1417. Επίσης, είχε αρκετούς αδερφούς, από τους οποίους ο μεγαλύτερος πήγε στο Μοριά μαζί με τον Μανουήλ Β’, ενώ ο μικρότερος αδελφός του αποσύρθηκε σε μοναστήρι.

Στις 28 Ιανουαρίου 1431 ο Φραντζής νυμφεύθηκε την Ελένη, κόρη του Αλεξίου Παλαιολόγου Τζαμπλάκωνα, υπεύθυνου αξιωματούχου για τη φύλαξη του αυτοκρατορικού μελανοδοχείου δηλαδή γραμματέας αυτοκράτορα ή αλλιώς ὀ ἐπὶ τοῦ κανικλείου (κανίκλειον=το μελανοδοχείο). Από το γάμο τους απέκτησαν τέσσερις γιους: τον Ιωάννη, τον Αλέξιο, έναν δεύτερο Αλέξιο, τον Ανδρόνικο και μία κόρη την Θάμαρι· από τους τέσσερις γιους τους ο πρώτος Αλέξιος και ο Ανδρόνικος έζησαν μόνο λίγες μέρες και ο δεύτερος Αλέξιος έζησε μόνο πέντε χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος του Ιωάννης, γεννημένος τη 1η Μαΐου του 1439, δολοφονήθηκε από τον Μεχμέτ Β’ στις 31 Δεκεμβρίου του 1453. Η κόρη του (την οποία είχε βαφτίσει ο Κωνσταντίνος, όπως και τον γιο του Ιωάννη) πέθανε αιχμάλωτη στο παλάτι του Σουλτάνου τον Σεπτέμβριο του 1455· ήταν αρραβωνιασμένη με τον γιο του Νικηφόρου Μελισσηνού, Νικόλαο, στον οποίο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε προτείνει το γάμο μαζί της, μέσω του οποίου ο Φραντζής θα μπορούσε να διοικεί την απέραντη Μεσσηνία και άλλες περιοχές που διοικούσε η σπουδαία οικογένεια των Μελισσηνών μέχρις ότου η κόρη του συμπλήρωνε το 14ο έτος της ηλικίας της.

Συνεπώς, ο ιστορικός είχε χάσει και τα πέντε παιδιά του, πριν εξοριστεί από τον Ελλαδικό χώρο ο ίδιος και η σύζυγός του, το 1455. Η «Θεοδώρα Φραντζή» η οποία έδωσε τον τίτλο στο ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Νείλου σχετικά με τον ιστορικό Φραντζή, είναι φανταστικό πρόσωπο.

Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος. Μινιατούρα από το χειρόγραφο της Ιστορίας του Γεωργίου Παχυμέρη, 14ος αιώνας. Μόναχο, Bayerische Staatsbibliothek unknown Byzantine illuminator. [Public domain], via Wikimedia Commons

Ο Φραντζής ορίζει ως σκοπό του συνθέματός του, το οποίο διαίρεσε σε τέσσερα βιβλία, «την εξιστόρηση των γεγονότων που έζησα ο ίδιος πριν και μετά την αιχμαλωσία μας» και «των εμφυλίων πολέμων που ξέσπασαν στην Πελοπόννησο ανάμεσα στα δύο αδέρφια, τους Δεσπότες Δημήτριο και Θωμά» ενώ προηγείται μία εισαγωγή «σχετικά με τις απαρχές και τους σκοπούς της Δυναστείας των Παλαιολόγων από τον Μιχαήλ Η’, τον πρώτο αυτοκράτορα της οικογένειας των Παλαιολόγων, έως την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους».

Αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο πραγματεύεται εν συντομία τις απαρχές της οικογένειας των Παλαιολόγων ξεκινώντας από τον Αλέξιο Παλαιολόγο, ο οποίος νυμφεύτηκε την Ειρήνη, κόρη του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου· η κόρη του Αλεξίου Παλαιολόγου και της Ειρήνης, ονόματι Θεοδώρα, παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο και από τον γάμο τους γεννήθηκε ο μελλοντικός αυτοκράτορας, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος.

Η αφήγηση ξεκινάει με τις κατηγορίες εναντίον του Μιχαήλ Η’ για συνωμοσία κατά του Θεοδώρου Β’ Λάσκαρι και συνεχίζει με την αναφορά στο σφετερισμό του, ενώ περιγράφεται και η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Στη συνέχεια, παρατίθενται οι βασιλείες του Ανδρονίκου Β’, Ανδρονίκου Γ’, Ιωάννη Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, καθώς και οι εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ τους, ενώ γίνεται λόγος για την πρώτη εγκατάσταση των Τούρκων στην Ευρώπη και για τη μάχη της Νικόπολης.

Αυτό το τμήμα του κειμένου, που εκτείνεται μέχρι το γεγονός της γέννησης του συγγραφέα, πραγματεύεται περιληπτικά τα γεγονότα, ενώ μοναδική εξαίρεση ίσως αποτελεί το εκτενές κείμενο της επιστολής του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου προς τον Καντακουζηνό, το οποίο πιθανώς είχε καταχωρηθεί στα αυτοκρατορικά έγγραφα – αρχεία, όπου είχε πρόσβαση ο ιστοριογράφος, όπως ο μας πληροφορεί ίδιος σε κάποιο άλλο σημείο του κειμένου.

Από το έτος 1413 και εντεύθεν τα γεγονότα εξιστορούνται λεπτομερέστερα, διότι όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, σκοπεύει να αφηγηθεί εκτενώς τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν μεταξύ 1413 και 1478. Βασικότερη πηγή αποτελεί η προσωπική του εμπειρία, ενώ για τα γεγονότα πριν τη γέννηση του χρησιμοποίησε εν μέρει κάποιους αξιόπιστους συγγραφείς, επιφανείς προσωπικότητες της αυτοκρατορικής αυλής και του συμβουλίου, καθώς και κάποιους γηραιούς σοφούς γερουσιαστές. Συνεπώς, παραθέτει «κάποιες παλαιότερες αφηγήσεις» σχετικά με την γενεαλογικό δέντρο του Βαγιαζήτ Α’, όπως επίσης και όσα του είχαν πει οι σοφοί άνδρες σχετικά με το θέμα.

Η αφήγηση των γεγονότων, όσο ζούσε ο Φραντζής, διακόπτεται σχεδόν αμέσως από δύο εκτενείς θεματικές παρεκβάσεις. Η πρώτη αφορά στην ιστορία της Οθωμανικής δυναστείας από τις απαρχές ως τον θάνατο του του Μεχμέτ Β’ και η δεύτερη, επί τη ευκαιρία των οχυρώσεων του Μανουήλ Β’ στον Ισθμό, στην κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες, στην ανάκτησή της από τον Νικηφόρο Φωκά και την κατάληψή της από τους Βενετούς.

Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος

O Φραντζής άρχισε να αναπτύσσει σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή στις αρχές του φθινοπώρου του 1417, όταν ανέλαβε καθήκοντα υπηρέτη και συγκεκριμένα τραπεζοκόμου στο παλάτι του Θωμά Παλαιολόγου, όταν ο τελευταίος εστάλη στο Μοριά (1418). Στις 17 Μαρτίου του 1418, ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (πατέρας του Θωμά Παλαιολόγου) είχε ορίσει τον Φραντζή υπηρέτη του. Πολύ γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα και στις 22 Φεβρουαρίου του 1424 ανέλαβε την πρώτη από τις πολυάριθμες διπλωματική αποστολή – εστάλη στον Μουράτ Β’- και λίγο αργότερα εστάλη και πάλι ως διπλωμάτης στον ίδιο Σουλτάνο, όπου παρουσίασε την Αυτοκράτειρα, μια κόρη του Κωνσταντίνου Δραγάση, καθώς ήταν συγγενής του Μουράτ από την πλευρά της μητέρας του.

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ και η αυτοκράτειρα προσέφεραν αρκετά δώρα στον Φραντζή και η νεαρή Αυτοκράτειρα υποσχέθηκε ότι θα έδινε έναν από τους πολύτιμους χιτώνες της και σαράντα χρυσά νομίσματα στη σύζυγό του, όταν αυτός παντρευόταν. Ειδικότερα, ο Μανουήλ τον συνέστησε στον Ιωάννη Ε’, για τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφερε, κυρίως όταν ο ίδιος (ο Μανουήλ) ήταν άρρωστος, ενώ ο Φραντζής είχε κερδίσει και την εύνοια του Κωνσταντίνου, καθώς ο θείος του (Φραντζή) υπήρξε παιδαγωγός του Κωνσταντίνου και τα ξαδέρφια του συμμαθητές του Κωνσταντίνου.

Συνεπώς, o Φραντζής, κατόπιν διαταγής του νέου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’, συνόδευσε τον ίδιο και τον Κωνσταντίνο στο Μοριά στις 26 Δεκεμβρίου του 1427. Εκεί, ο Φραντζής παρέλαβε το κάστρο της Γλαρέντζας την 1η Μαΐου 1428 , το οποίο δόθηκε ως προίκα στον Κωνσταντίνο για το γάμο του με την πρώτη του σύζυγο, ονόματι Θεοδώρα Τόκκο, κόρη του Λεονάρδου Τόκκο, ανιψιά του Καρόλου. Όταν ο Ιωάννης Ε’ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ο Φραντζής παρέμεινε με τον Κωνσταντίνο στο Μοριά.

Η αφοσίωσή του Φραντζή στον αφέντη του τον έθεσε σε σοβαρούς κινδύνους. Στις 26 Μαρτίου 1429, καθώς προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον Κωνσταντίνο κατά την εμπλοκή του με τους Πατρινούς, τον τραυμάτισαν, τον αιχμαλώτισαν και τον αλυσόδεσαν σε ένα κορμό σε ένα σκοτεινό δωμάτιο του πύργου, το οποίο ήταν σιταποθήκη και το όποιο ήταν γεμάτο μυρμήγκια, σιτόψειρες και ποντίκια – πρόκειται για ένα ατυχές γεγονός, για το οποίο η Αγία Θωμαΐς τον είχε προειδοποιήσει κατά κάποιον τρόπο την ίδια ημέρα, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί κατά την αφήγηση του σχετικά με την Αγία Θωμαΐδα σε άλλο σημείο του κειμένου.

Κωνσταντῖνος ΙΑ’ Παλαιολόγος Unknown Ελληνικά: Άγνωστος καλλιτέχνης [Public domain], via Wikimedia Commons

Αφού απελευθερώθηκε μετά από τουλάχιστον 40 ημέρες (1429), τον Σεπτέμβριο του 1430, ο Κωνσταντίνος του έδωσε ως ευεργεσία την διοίκηση της Πάτρας – για αυτήν την αιχμαλωσία γίνεται μνεία σε μία πρόσφατα εκδοθείσα επιστολή του Ιωάννη Δοκειανού προς τον Κωνσταντίνο. Κανένας ενδοιασμός δεν στάθηκε εμπόδιο στις διπλωματικές του αποστολές. Εντελώς ανερυθρίαστα αναφέρει ότι, κατά την συνάντησή του με τον Πανδούλφο Μαλατέστα, αρχιεπίσκοπο της παλιάς Πάτρας, στο Λεπάντο της Ναυπάκτου, αφού προσπάθησαν να αποσπάσουν ο ένας τα μυστικά του άλλου, μέθυσε τους Τούρκους απεσταλμένους κι έπειτα άνοιξε, διάβασε και ξανασφράγισε τα γράμματα, τα οποία ο Μαλατέστα είχε δώσει σε αυτούς για να παραδώσουν στον αφέντη τους.

Ύστερα από κάποιες ακόμα διπλωματικές αποστολές στον Μουράτ Β’ και στον Τουραχάν, ο Φραντζής το 1430 μετέβη στην Ήπειρο για να διευθετήσει τις όποιες διαφωνίες μεταξύ των φυσικών γιών του Καρόλου Β’ Τόκκο και να τους παρακινήσει να συνάψουν ειρήνη. Ωστόσο, κατά την διάρκεια του ταξιδιού του συνελήφθη  κοντά στην Αγία Μαύρα από Καταλανούς πειρατές κι έπειτα μεταφέρθηκε στην Κεφαλλονιά κι από κει στη Γλαρέντζα, όπου και πουλήθηκε.

Χάρη στην επιτυχημένη αποστολή του στον Σουλτάνο και τον Αυτοκράτορα τον Ιανουάριο του 1432, ο Ιωάννης Η’ του απένειμε τον τίτλο του πρωτοβεστιαρίτη, δηλαδή του υπεύθυνου για το βασιλικό βεστιάριο. Μεταξύ του 1434 και 1435 έλαβαν χώρα οι δύο διπλωματικές του αποστολές στον δούκα της Αθήνας, Αντώνιο Α’ Αντζαγιόλη. Η δεύτερη αποστολή του έγινε με αφορμή τον θάνατο του δούκα και κατόπιν αιτήματος της συζύγου του, Μαρίας Μελισσηνής, προκειμένου να παραλάβει την Αθήνα και την Θήβα για χάρη του Κωνσταντίνου.

Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις του με τον Τουραχάν στη Θήβα απέβησαν άκαρπες και όταν επέστρεψε στην Χαλκίδα, για να επιβιβαστεί στο πλοίο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, βρήκε την «Μαύρη γέφυρα» στον ποταμό Εύριπο κατεστραμμένη και έτσι αναγκάστηκε να αποβιβαστεί στην Βοιωτία, όπου πέρασε πολύ δύσκολα εξαιτίας του κρύου, της πείνας, της τραχύτητας των βράχων, αλλά και εξαιτίας του φόβου για ληστές και Τούρκους. Κατόπιν μιας ακόμα αποστολής στον Μουράτ Β’, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Κωνσταντίνο.

Ύστερα από μια θεματική παρέκβαση σε μια θεολογική διαμάχη μεταξύ ενός Εβραίου και του Ιωάννη Η’, ο οποίος είχε αντιταχθεί στα επιχειρήματα του αυτοκράτορα και πατέρα του σχετικά με την Ένωση των Εκκλησιών, ο Φραντζής περιγράφει, με βάση τα όσα του είχε πει ο Δεσπότης Δημήτριος, το γεγονός της άφιξης του Ιωάννη στη Βενετία και τη Φεράρα με σκοπό να παραβρεθεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, με την οποία ο Φραντζής ήταν αντίθετος.

Οίκος Γατελούζων Άρχοντες Λέσβου, Ίμβρου, Σαμοθράκης, Λήμνου, Θάσου και Αίνου. Ο Βυζαντινός Αυτοκρατορικός Αετός προστέθηκε μετά το 1355 και τον γάμο του Φραντσέσκο Α’ με την Μαρία Παλαιολογίνα, αδελφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’  https://tinyurl.com/y3ampujo

Σε αυτό το σημείο παραθέτει μια προσωπική συζήτηση μεταξύ του Μανουήλ Β’ και του γιου του Ιωάννη, στην οποία ο ίδιος o Φραντζής ήταν παρών και κατά την οποία ο Μανουήλ απευθύνεται στον γιο του λέγοντάς του να μελετήσει και να σκεφτεί αλλά ποτέ να μην επιχειρήσει την Ένωση των Εκκλησιών. Στις 6 Δεκεμβρίου 1440 πήγε στη Λέσβο, για να κανονίσει τον γάμο του Κωνσταντίνου με την Κατερίνα, κόρη του Ντορίνο Α’ Γατελούζο, η οποία απεβίωσε τον Αύγουστο του 1442.

Tο 1449 ο Φραντζής μετέβη στη Γεωργία (τότε Ιβηρία) και την Τραπεζούντα, για να αναζητήσει νέα σύζυγο για τον αυτοκράτορα πλέον Κωνσταντίνο, αλλά και να συμβουλέψει – προειδοποιήσει, ως έμπειρος πλέον διπλωμάτης, τον Ιωάννη Η’ για τους επερχόμενους κινδύνους από την ανάδειξη του νέου Σουλτάνου, ονόματι Μεχμέτ Β’. Μετά από το πρώτο του ταξίδι στη Λέσβο, επέστρεψε το 1441 μαζί με τον Κωνσταντίνο στο Μοριά, από όπου εστάλη και πάλι ως διπλωμάτης στον Μουράτ Β’ και τον Ιωάννη Η’ κατόπιν εντολής του Κωνσταντίνου, για να διευθετήσει κάποια ζητήματα.

Τον Νοέμβριο του 1442 ορίστηκε από τον Κωνσταντίνο διοικητής της Σηλυβρίας, η οποία είχε δοθεί στον Κωνσταντίνο από τον Αυτοκράτορα και την οποία, όμως, είχε παραδώσει στον αδερφό του, τον Δεσπότη Θεόδωρο, ως αντάλλαγμα για την απόφαση του Θεοδώρου να διοικούν από κοινού το Μοριά. Επιστρέφοντας τον επόμενο χρόνο στο Μιστρά, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, εστάλη και πάλι ως διπλωμάτης στον Αυτοκράτορα, τον Σουλτάνο και τον Βασιλιά της Ουγγαρίας την παραμονή της κρίσιμης μάχης που έλαβε χώρα στη Βάρνα. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1446 ανέλαβε τη διοίκηση του Μιστρά και όλων των γύρων περιοχών.

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η’ (1448) ο Φραντζής ανέλαβε να ενημερώσει τον Σουλτάνο για την επιθυμία και την πρόθεση του Κωνσταντίνου να αναλάβει τα σκήπτρα της εξουσίας και να γίνει αυτοκράτορας. Στις 12 Μαρτίου του 1449 εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με το νέο βασιλέα, Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο. Ύστερα από την δίχρονη απουσία του στη Γεωργία και την Τραπεζούντα, όπου αναζητούσε σύζυγο για τον Κωνσταντίνο, ο Φραντζής άρχισε να κουράζεται εξαιτίας των συνεχών μετακινήσεων.

Όταν το 1451 ο Αυτοκράτορας του ανέθεσε μια καινούρια διπλωματική αποστολή στο Μοριά κι έπειτα στην Κύπρο, στην ανιψιά του Ελένη, η οποία ήταν δεύτερη σύζυγος του Ιωάννη Β’ του Λουζινιάν, βασιλιά της Κύπρου, ο Φραντζής αρνήθηκε προφασιζόμενος ότι η σύζυγός του θα δυσανασχετούσε, αν έφευγε πάλι και λόγω αγανάκτησης, θα γινόταν μοναχή ή θα τον εγκατέλειπε για κάποιον άλλο. Σε αυτά του τα λόγια ο Κωνσταντίνος γέλασε και του είπε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία του διπλωματική αποστολή και ότι θα του απένειμε τον τίτλο του μεσάζοντος, τον οποίο μέχρι τότε κατείχε ο μεγάλος Δούκας Λουκάς Νοταράς.

Οικόσημο των Μελισσηνών See page for author [Public domain], via Wikimedia Commons

Ο Κωνσταντίνος πρότεινε επίσης να παντρέψει την κόρη του Φραντζή με τον Νικόλαο Μελισσηνό. Καθώς όμως ο Νοταράς ζήλευε τον Φραντζή και ο αυτοκράτορας δεν ήθελε να δημιουργήσει έχθρες, δεν απονεμήθηκε στον Φραντζή άλλο τιμητικό αξίωμα. Έλαβε, λοιπόν, χώρα ένα οικογενειακό συμβούλιο και εν όψει του προτεινόμενου γάμου της κόρης του Φραντζή, ο οποίος θα τους εξασφάλιζε αρκετά προνόμια, η σύζυγός του συναίνεσε στο ταξίδι του στο Μοριά και την Κύπρο.

Κατόπιν αυτού, ο Φραντζής αποφάσισε να πάρει μαζί του στο ταξίδι τον γιο του και το μεγαλύτερο μέρος της κινητής του περιουσίας, ώστε ο γιος του να γνώριζε τον κόσμο ή να τον άφηνε στο Μοριά μαζί με τους συγγενείς της γιαγιάς του (τη μητέρα της συζύγου του Φραντζή), η οποία ζούσε στη Μεσσηνία, σε περίπτωση που ο Σουλτάνος αποφάσιζε να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Και τότε πράγματι ο Μεχμέτ Β’ βγήκε από την Αδριανούπολη, με σκοπό να επιτεθεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο Φραντζής βρισκόταν εντός της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και επομένως η αφήγησή του αποκτάει ιδιαίτερη σημασία, καθώς υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Γνώριζε με ακρίβεια τον αριθμό των φρουρών-στρατιωτών, διότι ο Κωνσταντίνος του είχε ζητήσει να μελετήσει τους καταλόγους, για να υπολογίσει πόσοι είναι οι άνθρωποι και πόσα τα όπλα, που είχαν στη διάθεσή τους για την υπεράσπιση της Πόλης. Δυστυχώς, όμως, ο αριθμός ήταν πολύ μικρός και αυτή η ανεπάρκεια σε οπλισμό και στρατιώτες παρέμεινε μυστική ανάμεσα σε εκείνον και τον αυτοκράτορα.

Αλλά τη στιγμή που οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη, ο ίδιος δεν βρισκόταν στο πλευρό του αφέντη του, καθώς με διαταγή του Κωνσταντίνου είχε πάει να επιβλέψει ένα άλλο τμήμα της πόλης. O ίδιος αιχμαλωτίστηκε μαζί με την οικογένειά του από τους Τούρκους, από τους οποίους πληροφορήθηκε για την μετέπειτα τύχη της γυναίκας και των παιδιών του. Ωστόσο ο Φραντζής αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν εξαγοράς του την 1η Σεπτεμβρίου του 1453 κι έπειτα διέφυγε στο Μιστρά.

Η σύζυγός του και τα δύο παιδιά του πουλήθηκαν από κάποιους γέροντες Τούρκους στον πρώτο ιπποκόμο του Σουλτάνου, ονόματι Ιμπραήμ, από τον οποίο τα αγόρασε με τη σειρά του ο Σουλτάνος. Για την τύχη των παιδιών του έχει ήδη γίνει μνεία σε προηγούμενο σημείο του κειμένου. Όσον αφορά στη σύζυγό του, την εξαγόρασε από τον Ιμπραήμ στην Αδριανούπολη το 1454 και την πήρε μαζί του στην Πάτρα.

Αρχιεπίσκοπος Κιέβου Καρδινάλιος Ισίδωρος Ruthenia Catholica [Public domain], via Wikimedia Commons

Ο Φραντζής έκανε ό,τι μπορούσε, για να πείσει τις δυνάμεις της Δύσης να παράσχουν βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη. Είχε συμβουλέψει τον Κωνσταντίνο, όταν ήταν ακόμη Δεσπότης, να παντρευτεί την κόρη του Δόγη της Βενετίας Φραντζέσκου Φόσκαρι, ενώ, όταν είχε γίνει πλέον αυτοκράτορας, τον παρότρυνε να διορίσει Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης τον πρώην μητροπολίτη Κιέβου Καρδινάλιο Ισίδωρο. Επίσης, γνώριζε την μυστική παραχώρηση εκ μέρους του Κωνσταντίνου της Μεσημβρίας στον Ίαγκο (ο Φραντζής συνέταξε το χρυσόβουλο, που επικύρωνε τη νόμιμη παραχώρηση) και της Λήμνου στον Αλφόνσο Ε’ Αραγκόν, όπως και πόσα χρήματα δόθηκαν στους Γενοβέζους της Χίου για να στείλουν ανθρώπους να βοηθήσουν, που, όμως, εν τέλει, δεν έστειλαν ποτέ.

Ωστόσο, σε έναν από τους υπουργούς του Σουλτάνου έκανε λόγο για την ανομοιογένεια και την αναβλητικότητα των Δυτικών Δυνάμεων, χαρακτηριστικά που ίσως τις συνόδευαν και κατά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Ο Φραντζής, μόλις έφτασε στο Μοριά, μετέβη στο Λεοντάρι, όπου προσκύνησε τον Δεσπότη Θωμά, ο οποίος τον έβαλε στην υπηρεσία του και του έδωσε ως ευεργεσία το χωριό Κέρτεζι. Το 1454, λόγω αναταραχών, ανεστάλη η προγραμματισμένη του αποστολή στη Σερβία, αλλά το 1455 έφτασε ως απεσταλμένος στον Δόγη Φόσκαρι, ο οποίος του έδωσε κάποια χρήματα και κάποια γράμματα.

Ο Φραντζής βρισκόταν στην Αρκαδία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ανάμεσα στον Θωμά και τον αδελφό του Δημήτριο. Καθώς, όμως, ο Θωμάς παραιτήθηκε προτού καταλάβουν οι Τούρκοι την Κέρκυρα, ο ίδιος (ο Φραντζής) έφυγε από το Μοριά στις 11 Ιουλίου 1460 και μετέβη στο Βενετοκρατούμενο νησί στις 2 Αυγούστου. Αρχικά σκόπευε να πάει στην Κρήτη ή στο μοναστήρι του Αγίου Νικόλα στη Βέροια, το οποίο είχε αναστηλώσει ο παππούς του. O ίδιος είχε απορρίψει τις προτάσεις που του είχε κάνει ο Θωμάς, να τον συνοδεύσει, δηλαδή, στην Ιταλία ή να παραμείνει με τη σύζυγο του στην Κέρκυρα ως επικεφαλής του σπιτιού της.

Καθώς ο πόνος για τον θάνατο του γιου του τον είχε καταβάλει, αποφάσισε, ύστερα από μια σύντομη διαμονή του στα προάστια της πόλης και στο χωριό Μολιβατινά, να αποσυρθεί στο Μοναστήρι του προφήτη Ηλία στην Κέρκυρα στις 6 Σεπτεμβρίου του 1461. Έξι μήνες αργότερα μετέβη στο μοναστήρι των αγίων Ιάσωνα και Σωσιπάτρου, το οποίο σώζεται μέχρι και σήμερα, ενώ, προς μεγάλη του λύπη, ο μέλλων γαμπρός του έφυγε για την Κρήτη. Ωστόσο, οι δυστυχίες του δεν τελειώνουν εδώ.

Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος (1448 – 1479) Κόμης Παλατινός Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης, Δούκας Λευκάδας και Δεσπότης της Ηπείρου Carlo Sellitto [CC BY-SA 4.0], via Wikimedia Commons

Εντούτοις, τον Απρίλιο του 1466, εξαναγκάστηκε να φύγει από εκεί λόγω ένδειας και τον Μάιο μετέβη στην Αγκώνα κι από εκεί στο Βιτέλμο (για να συναντήσει τον Βησσαρίωνα) κι έπειτα στη Ρώμη, όπου παρέμεινε για καιρό στο σπίτι της οικογένειας του Δεσπότη κυρ Θωμά. Ο γαμπρός του Θωμά, ονόματι Καρατζιώλη, χάρισε άφθονα δώρα σε αυτόν που υπηρετούσε για χρόνια την οικογένεια και αφού παρέμεινε κοντά τους για 36 ολόκληρες ημέρες, κατά τις οποίες επισκέφτηκε όλα τα μνημεία της πόλης, μετέβη μέσω της Αγκώνας στη Βενετία, όπου έμεινε στο μοναστήρι του Σταυρού και από εκεί μετέβη έπειτα στην Κέρκυρα. Στη συνέχεια, παραθέτει εν συντομία τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο-την κατάληψη της Ίμβρου και της Αθήνας, την επίθεση στην Πάτρα και τον θάνατο του Βενετού ναυάρχου Vincenzo Cappello στο Negroponte (Νεγρεπόντε ή Μαύρη Γέφυρα) Το Νοέμβριο του 1467 πραγματοποίησε το τελευταίο από τα πολυάριθμα ταξίδια του-μετέβη στην Αγία Μαύρα, για να λάβει λόγω του γήρατος ένα ετήσιο επίδομα από τον Λεονάρδο Γ’ Τόκκο, ως αποζημίωση για την αρπαγή των υπαρχόντων του από τους πειρατές κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ταξιδιού του προς τα εκεί το 1430.

Την επόμενη άνοιξη ο Φραντζής άρχισε να υποφέρει από ρευματισμούς, ενώ την 1η Αυγούστου του 1468 ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα και μετονομάστηκε Γρηγόριος, όπως και η σύζυγός του Ελένη, η οποία μετονομάστηκε Ευπραξία. Το 1472 κατάφερε να θεραπευτεί από μία σοβαρή ασθένεια, αλλά το 1476 άρχισε να υποφέρει τόσο πολύ από ρευματισμούς στο κεφάλι και τα γόνατα, ώστε παρακαλούσε να πεθάνει. Ο ίδιος είχε καταντήσει πένης και ταυτόχρονα έχασε και την ακοή του.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ Theophilos Hatzimihail [Public domain], via Wikimedia Commons

Στις 29 Μαρτίου του 1478 έγραψε τις τελευταίες αράδες του ιστορικού του έργου κατόπιν εντολής ορισμένων ευγενών Κερκυραίων. O συγγραφέας παρακαλεί τους αναγνώστες να του συγχωρήσουν τυχόν λάθη, λαμβάνοντας υπόψη τους την προχωρημένη του ηλικία και τις ασθένειές του. H θεματική του παρέκβαση (η οποία πιθανώς ήταν απόρροια της φλυαρίας του, όπως και άλλες) σχετικά με τη Μονεμβάσια και την εκκλησία της έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία, διότι βασίζεται σε επίσημα έγγραφα, τα οποία ο ίδιος διάβασε σε αυτοκρατορικά αρχεία, συμπεριλαμβανομένου του Χρυσόβουλου του Ανδρονίκου Β’ το 1316, «το οποίο έτυχε να πέσει στα χέρια του μετά την αιχμαλωσία».

Η επιστολή του Βησσαρίωνα στον παιδαγωγό των παιδιών του Δεσπότη Θωμά καθιστά φανερή την οπτική του Καρδινάλιου σχετικά με την εκπαίδευση. Στο κείμενο εντοπίζεται κι ένα περιστατικό αμνησίας, καθώς ο συγγραφέας αναφέρεται σε «προηγούμενη αναφορά του» σχετικά με την κατάκτηση του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης από τον Βονιφάτιο τον Μομφεράτου, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε καμία αναφορά.

Το ύφος του Φραντζή δύναται να χαρακτηριστεί απλό και λιτό, αλλά το έργο του βρίθει Τουρκικών λέξεων, ενώ δεν απουσιάζουν και Ιταλικές λέξεις. Όσον αφορά στις Τουρκικές λέξεις παρατίθενται οι εξής: ἀμερμουνῆς (πρίγκιπας της πίστεως) ἀμηρᾶς, κορᾶν, βιζῖρις, μπεγλὲρ μπέης, γουλᾶς, μπασιᾶς, ἰαννιτζάρης, ἰαννιτσάραγας, τζαούσιδες, σουργούνιδες (οι άποικοι) μεραχούρης (ο πρώτος ιπποκόμος) αλλά και μία ολόκληρη πρόταση ἀλλὰ ἀλλά· Μεεμέτη ρεσοὺλ ἀλλά. Όσον αφορά στις Ιταλικές λέξεις παρατίθενται οι εξής: κάστρον, γρόσσας γαλέρας ή γαλεάτζας, μπαλαιστρῶν (τόξων), πουτζιδῶρον (Bucentauro) και ὁρομπούρκιον. Επίσης, εντοπίζεται και η Περσικής προέλευσης λέξη καβάδιον (καφτάνι)

H μεταγραφή ξενόφερτων ονομάτων είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρκετά δύσκολη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν: Πιριγκέριος Τέντζας=Berenger d’ Entença, Ἴαγκος= John Hunyad, Ντεμίρης=Timour, Σαραβάλε=Serravalle, Ὁμόβρυδον=Σημηνδρία, Ζουχασάνης=Usun Hassan, Ντορῆ τοῦ Γατελιούτζη=Dorino I Gattilusio

Καθώς πρόκειται, ουσιαστικά, για άνθρωπο της διπλωματίας – γεγονός που καθιστά το ιστορικό του έργο ακόμα πιο αξιόλογο – ο ίδιος, όπως και άλλοι βυζαντινοί ιστοριογράφοι, γνώριζε σε μεγάλο βαθμό την προγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή. Το κείμενό του διανθίζεται με βιβλικά χωρία, ενώ δυο φορές παραθέτει ή καλύτερα παραφράζει κλασικά ποιήματα για την Κρήτη, προερχόμενα από τους Ολυμπιόνικους του Πινδάρου.

Πηγή

William Miller «The Historians Doukas and Phrantzes» The Journal of Hellenic Studies 46 (1926) 63-71.

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.