Η ταυτότητα της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης (B’)

Εφοδιαστικό έγγραφο φιλικού        (κρυπτογραφημένο αποδεικτικό της μύησης)

Μια σημαντική διόρθωση σε ένα σημείο της τελευταίας ανάρτησης μάς υποχρεώνει να επανέλθουμε νωρίτερα στο θέμα “ποια ήταν η Φιλική Εταιρεία και ποιος ο χαρακτήρας της Επανάστασης” με άξονα -πάντα- τα γραφόμενα του Ξάνθου και τις άλλες απόψεις που εκφράστηκαν κατά την ίδια περίοδο. Θα παραθέσουμε στοιχεία για το πώς καταγράφεται αρχικά η ιστορία της Εταιρείας μέσα στο νεοσύστατο βασίλειο της Ελλάδας και θα εξετάσουμε πόσο νωρίς και με ποιον τρόπο επικράτησε η γνωστή σήμερα άποψη για την Εταιρεία και την Επανάσταση. Η παράθεση αυτή, αν και περιληπτική, επεκτείνεται σε όσα σημεία κρίναμε απαραίτητο να αναφερθούν, όμως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτά σε καμιά περίπτωση δεν εξαντλούν το θέμα, ούτε καν μέσα στο τετράγωνο “Ξάνθος – Αναγνωστόπουλος – Φιλήμων – Φραντζής”, που κι αυτό δεν μπορεί να ιδωθεί κλειστό και απομονωμένο από άλλες πηγές.

Η επανόρθωση

Λανθασμένα αναφέραμε ότι ο Ξάνθος δεν αντέδρασε ως προς τον Φραντζή. Στο τελευταίο του έργο, στα “Απομνημονεύματα” (σελ. 29) ο Ξάνθος ολοκληρώνοντας την περιγραφή των γεγονότων γράφει:

Αύτη εστίν η αληθής ιστορία, και έκθεσις όλων των διατρεξάντων, από της πρώτης συστάσεως της Εταιρίας των φιλικών, της οποίας το αντικείμενον ήτον, η τω όντι απίθανος παρ’ όλων των πολιτικών και σοφών της Ευρώπης θεωρουμένη ανέγερσις, και ελευθέρωσις του Ελληνικού έθνους και της Πατρίδος μας. Και ταύτα πάντα με πολλήν συντομίαν. Προς αναίρεσιν δε των όσων ψευδών και ανυπάρκτων απατηθέντες οι συγγραφείς του Δοκιμίου της φιλικής Εταιρίας, Ιωάννης Φιλήμων, ο Πρωτοσύγγελος Φραντζής, και άλλοι έγραψαν αναφορικώς εις τα της Εταιρίας αυτής και των ενεργησάντων προσώπων· διότι άνευ αποδείξεων πεισθέντες εις τας ψευδολογίας ανθρώπων φθονερών ίσως και αναξίων, προσέβαλον, παρεμόρφωσαν, και παρεσιώπησαν την αρετήν, και τας προς την πατρίδα προσπαθείας εκείνων οίτινες δια τον ζήλον των υπέφεραν απείρους κινδύνους, και εθυσίασαν την ύπαρξιν και περιουσίαν των.

Άρα κατ’ αρχήν ο Ξάνθος κάνει μνεία στην εκδοχή του Φραντζή. Στη συνέχεια (και προς επίρρωση των ισχυρισμών του) παραθέτει την επιστολή όπου ο Φιλήμων δήλωνε ότι αδίκησε τον Ξάνθο και κλείνει με δυο ακόμη ενότητες: α) περί αναγκαιότητας / επικρατουσών συνθηκών πριν από την Επανάσταση και β) περί της “Φιλομούσου και φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας” που συστάθηκε μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Αλ. Υψηλάντη και αποτέλεσε ένα σημαντικό Ταμείο της Φιλικής Εταιρείας. Ως προς το δεύτερο ζήτημα ο Ξάνθος αφήνει να εννοηθεί ότι η Γραικική Εταιρία συστήθηκε με πρωτοβουλία δική του και με τη συμβολή των εταιριστών Πατζιμάδη και Κομιζόπουλου. Διευρύνει έτσι τον πρωτοβουλιακό-οργανωτικό-ιδεολογικό ρόλο που αποδίδει στον εαυτό του. Ως προς το πρώτο ζήτημα, που κυρίως μας ενδιαφέρει, εφόσον ο Φραντζής δεν κατονομάζεται ξανά μέχρι το τέλος των Απομνημονευμάτων, θα πρέπει να δούμε κατά πόσο το κείμενο αποτελεί μιαν έμμεση απάντηση στα όσα ο Φραντζής έγραψε περί της Εταιρείας. Αντιγράφουμε από το σχετικό σημείο του Ξάνθου:

Πολλοί των ομογενών και άλλων Ευρωπαίων ήσαν και είναι με την σφαλεράν ιδέαν, ότι το Ελληνικόν έθνος δεν ήτον ακόμη αρκετά φωτισμένον και ώριμον, ώστε να ζητήση την ελευθέρωσίν του, αλλ’ έπρεπε να περιμείνη να φωτισθή αρκούντως και άλλην ευνοϊκοτέραν περίστασιν αλλ’ έθνος, το οποίον ευρίσκετο υπό την πλέον απάνθρωπον τυραννίαν και υπό βάρβαρον ζυγόν, ως είναι εκείνος των αμαθεστάτων και άγριων Τουρκων, δύναται να φωτισθή; Παρετηρήθη τότε από τινα των Αρχηγών της Εταιρίας, συνδιαλεγόμενον εις Πετρούπολιν μετά του Κόμητος Καποδιστρίου, ότι όσοι εκ των ομογενών απεδημούσαν εις την χριστιανικής Ευρώπην δια σπουδήν, οι περισσότεροι αν όχι όλοι, εσπούδαζον την Ιατρικήν, και επιστρέφοντες εις την Τουρκίαν, εξήσκουν το επάγγελμά των και απολαμβάνοντες όλα τα αγαθά των και παρά των ιδίων Τούρκων και πλουτούντες, ολίγον ησθάνοντο την τυρρανίαν, την οποίαν υπέφερεν ο λαός των ομογενών των, και δεν εφρόντιζον τι άλλο. Άλλοι, οίτινες εσπούδαζον νομικά, ή άλλας επιστήμας, μη δυνάμενοι να εξασκήσωσι τα επαγγέλματά των εις την Τουρκίαν, κατέφευγον εις ξένων εθνών τόπους της χριστιανικής Ευρώπης, και έμενον εκεί δια πάντα. Τα δύο καλλίτερα σχολεία, της Χίου και Κυδωνιών, εκ των οποίων εδύνατο να διαδοθή κάποιος φωτισμός εις τους ομογενείς μας, καθώς και η μεγάλη πρόοδος, την οποίαν οι ομογενείς εφαίνετο ότι έκαμαν εις το εμπόριον και εις το ναυτικόν, γνωρίζομεν ότι είχον κεντήσει την ζηλοτυπίαν τινών και τας εκ τούτων εμπνευσθείσας υποψίας εις τους τυράννους μας, οίτινες επερίμεναν την ευκαιρίαν δια να φέρωσι την καταστροφήν· και αν από τα 1806 και έπειτα δεν έγινε, χρεωστείται η χάρις εις την οικογένειαν των Πριγκίπων Μουρουζίδων, και μάλιστα του μακαρίτου Πρίγκιπος Δημητράκη Μουρούζη, όστις φρονίμως και με πολλήν επιτηδιότητα διεσκέδασε την τοιαύτην καταδρομήν. Ήθελε δε αύτη αφεύκτως να γένη ακολούθως μετά τον τραγικόν θάνατον του ρηθέντος Πρίγκιπος, κατά το 1812 εις την Σούμλαν και του αδελφού του Παναγιωτάκη εις Κωνσταντινούπολιν, αν πολιτικαί δειναί περιστάσεις δεν τον εμπόδιζαν και αν η επανάστασίς μας ακολούθως δεν επρολάμβανε να διαστρέψη τα σχέδια αυτής και των συμβουλευσάντων αυτήν φίλων της. Απόδειξις δε, ότι εν τη επαναστάσει, η πρώτη φροντίς αυτής εστάθη να καταστρέψη μανιωδώς τα σχολεία και να σφάξη όσους πεπαιδευμένους των ομογενών εδυνήθη να συλλάβη. Έπειτα, οι Ισπανοί δουλωθέντες υπό των Μαύρων Μωαμεθανών, ότε κατέβησαν από τα βουνά της Αστουρίας, υπό την οδηγίαν του Αρχηγού των Πελαγίου, καθώς και άλλα διάφορα έθνη δουλωμένα, ως των Ολανδών υπό την οδηγίαν του Πρίγκιπος Γουλιέλμου του Σιωπηλού, των Ελβετών και άλλων, επιχειρισθέντες την ελευθέρωσιν και αυτονομίαν της πατρίδος των, μήπως ήσαν πλέον φωτισμένοι, ή επιτηδειότεροι των νυν Ελλήνων; Ας αναγνώση, όστις θέλει, την ιστορίαν αυτών και άλλων εθνών, και θέλει πληροφορηθεί, ότι οι Έλληνες είχον δίκαιον, και έπρεπε να κινηθώσι· και αν οι εξωτερικοί πειρασμοί δεν τους ηνόχλουν, ήθελον είσθαι σήμερον ευτυχέστεροι και ήσυχοι.

Μέσα από κάποια υπονοούμενα και σκόπιμες ασάφειες, ο Ξάνθος ξεσπαθώνει και δίνει το ιδεολογικό πλαίσιο της Επανάστασης. Η επανάσταση πέτυχε, λέει, και η επιτυχία της διέψευσε όσους ζητούσαν μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο προετοιμασίας-φωτισμού των Ελλήνων. Η επανάσταση κατά τον Ξάνθο εμπίπτει απόλυτα στον δυτικό διαφωτισμό. Παραπέμπει τόσο στο ωφελιμιστικό ιδεολογικό του πλαίσιο (και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο), όσο και στον πολιτικό εθνικισμό που έσπρωχνε τα πράγματα προς το κοσμικό κράτος και την σύγκρουση με την χριστιανική εκκλησία. Οι Μουρούζηδες όμως δεν φαίνονται να προσαρμόζονται στέρεα σ’ αυτό το σκεπτικό. Κρίνουμε ότι δεν αναφέρονται για να πιστοποιήσουν μόνον την -κατά Ξάνθο- επάρκεια του φωτισμού των Ελλήνων, αλλά και για να “φαναριωτοποιήσουν” την τοποθέτησή του ώστε αυτή να δείχνει ισόβαρη προς την άποψη του Φραντζή (με τον Αλ Μαυροκορδάτο – φιραρή και τον Κων. Υψηλάντη). Αλλά ακόμα κι αν δεν αναφέρονται στον Φραντζή, προφανώς αναφέρονται γενικότερα στην “άποψη Φραντζή”, αφού δεν ήταν ο μόνος που την επικαλέστηκε. Αν -πράγματι- αυτός ήταν ο στόχος του Ξάνθου, τότε η προσπάθεια σύνδεσης της ανερχόμενης αστικής τάξης που θέλει να εκφράζει ο Ξάνθος με την ελίτ της πάλαι ποτέ χριστιανικής αυτοκρατορίας για μια Επανάσταση κοινών στόχων δεν δημιουργεί πρόβλημα αντίφασης, αφού το συμπέρασμα που βγαίνει (και είναι σωστό, σε αντίθεση με την επικρατήσασα άποψη) είναι: δεν έχουν όλοι οι Φαναριώτες την ίδια κοσμοθεώρηση. Όμως ο Ξάνθος δεν δείχνει να εννοεί το “όλοι μαζί”, δηλαδή αριστοκράτες της χριστιανικής αυτοκρατορίας και αστική τάξη, ξεκινούν την Επανάσταση. Περισσότερο δείχνει να μετακινεί το κέντρο βάρους προς την ευημερούσα αστική τάξη, μια τάξη όμως που ο ίδιος δεν εκφράζει. Όσο για τον Καποδίστρια, επικρίνεται από τον Ξάνθο δυο φορές: την πρώτη, μη κατονομαζόμενος (ανήκει σε όσους μιλούσαν για μακρόχρονο φωτισμό), την δεύτερη, όταν εμφανίζεται να μαθαίνει “τ’ αμπελοχώραφά του” στην Πετρούπολη από κάποιον εκ “των Αρχηγών της Εταιρίας”. Το σκηνικό που στήνει ο Ξάνθος, ταιριάζει γάντι στον ίδιο, αφού είναι ήδη γνωστή η αποστολή του στον Καποδίστρια (στην οποία ο Καποδίστριας “αρνείται” την ηγεσία) και στη συνέχεια στον Αλ. Υψηλάντη (ο οποίος τη “δέχεται”). Θεωρούμε τελείως απίθανο -λόγω και της φύσης των επιχειρημάτων που καταθέτει ο Ξάνθος- να επικαλείται αόριστα μια τρίτη πηγή σε μια συνάντηση, όπου ο ίδιος ασφαλώς και απουσίαζε. Τι κολακευτικότερο λοιπόν για τον ίδιο, από το να εμφανιστεί, όχι μόνον ως συνομιλητής, αλλά ως άποψη κυρίαρχη έναντι αυτής του Καποδίστρια.

Εμμανουήλ Ξάνθος, μέρος της ισορροπιστικής νεωτερικής ιστορίας;

Ξάνθου «Απολογία»

Το σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι ο Ξάνθος επικροτώντας το δωδεκαετές βασίλειο της Ελλάδας, ταυτίζει το αποτέλεσμα της Επανάστασης με τον καταγραφόμενο στόχο της Εταιρείας, έναν στόχο όμως που δεν είχε φροντίσει να καταθέσει στα προηγούμενα κείμενά του, όπου μιλούσε για αποτίναξη της Οθωμανικής καταπίεσης, επικαλούμενος εμμέσως το “γένος”. Η προηγούμενη ήπια αναφορά του σε “νέους με αισθήματα πατριωτικά και φιλελεύθερα” (Απολογία, 1837) που μπορεί να αποδοθεί στο πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, σαφώς και δεν ταιριάζει με το κλίμα των “Απομνημονευμάτων”. Άλλωστε στο Υπόμνημά του (1835) μιλάει για καθιέρωση συμβολικών ημερών εορτής της Εταιρείας του Αγ Γεωργίου και του Αγ Δημητρίου, επειδή ο πρώτος που εμύησαν στην Εταιρεία λεγόταν Γεώργιος Σέκερης και η μύηση έγινε την 26η Οκτωβρίου.  Με δεδομένο ότι και στο επόμενο και τελευταίο τμήμα των Απομνημονευμάτων του, ο Ξάνθος εμφανίζεται να κατευθύνει οργανωτικά τον Αλ Υψηλάντη και να μιλάει αφ’ υψηλού για τα πολιτικά θέματα, γνωστοποιώντας (για άλλη μια φορά από το 1835) ότι θα μιλήσει εκτενέστερα στο μέλλον, θεωρούμε ότι το τμήμα αυτό αποτελεί σαφώς μια απάντηση, όχι προσωπική, αλλά αρκετά δηκτική, προς όσα είπε ο πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, όσα έγραψαν και άλλοι πρωταγωνιστές της Επανάστασης, όσα κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, ήδη από την εποχή σύστασης της Εταιρείας. Η απάντηση όμως αυτή, φαίνεται ταυτόχρονα να κρατά και τις ισορροπίες: τήρηση αποστάσεων από τον ιακωβινισμό, ένταξη των αριστοκρατών (Μουρούζηδες) στο κάδρο της Επανάστασης και αναφορά στην “χριστιανική Ευρώπη”. Αν λοιπόν συμπεράνουμε ότι ο Ξάνθος εμπλουτίζει τα Απομνημονεύματά του με μια ζυγισμένη απάντηση, αξίζει να διερευνήσουμε: α) αν αυτή μειώνει τις αντιφάσεις του Ξάνθου β) αν αποτελεί μια θέση που ξεπερνά το πρόσωπό του, αν η θέση αυτή εγκαινιάζει την “ισορροπιστική” προσπάθεια του Ελληνικού κράτους να επουλώσει τις πληγές του και να εμφανιστεί ενωμένο μετά τον εμφύλιο σπαραγμό, πάντα όμως με κυρίαρχη την άποψη των νικητών.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γράφει τα “Απομνημονεύματα” του ο Ξάνθος (σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονται με την “Απολογία” του). Η κατάληξή τους εκφράζει συγκρατημένα μια αγανάκτηση προς όσους εκφράζουν την διαφορετική άποψη, μια άποψη που δεν είναι άλλη από αυτή που “μειοψήφησε” στο διάστημα 1821-1823, “ηττήθηκε” το 1824, επανέκαμψε μεταξύ 1827-1831 και καταδιώχθηκε με την έλευση της αντιβασιλείας και του Όθωνα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ξάνθος έζησε από κοντά στην Αθήνα τη συνέχεια των συγκρούσεων (σημαντική φάση ήταν το θέμα της Φιλορθοδόξου Εταιρείας που ξέσπασε το 1839). Έζησε επίσης το θέμα του Συνταγματικού αιτήματος το 1843 και μάλιστα απευθύνθηκε στην Εθνοσυνέλευση του ίδιου έτους με γραπτό κείμενο που σώζεται αυτούσιο. Εκεί, σε ένα ύφος πολύ ηπιότερο των Απομνημονευμάτων θα υπερβάλλει και υπέρ του Αναγνωστόπουλου ως προς την ίδρυση της Εταιρείας, (αναφέροντάς τον μάλιστα, τιμητικά, πριν από αυτόν) και -πιθανώς- με την πεποίθηση ότι ουδείς πρόκειται πλέον να “διεκδικήσει” την πατρότητα της Εταιρείας. Αν συνυπολογίσουμε επίσης ότι πριν ακόμα συγκρουστεί με τον Αναγνωστόπουλο, ο Ξάνθος έχει την τάση να θεωρεί έμμεσα την Εταιρεία ως προσωπικό του δημιούργημα, είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς στη συνέχεια διογκώνει τις “απαιτήσεις” του και μιλά υπεροπτικά έναντι του Αλ. Υψηλάντη και του Καποδίστρια. Ταυτόχρονα, η Εταιρεία αποκτά (μέσω Ξάνθου) μετά το 1845 έναν σαφέστερο ιδεολογικό προσανατολισμό, που ενώ αντιφάσκει με την ήπια, αρχικά, εθνική του περιγραφή, συμβαδίζει τελικά με το πνεύμα της εποχής, με την κρατούσα κατάσταση, και με τις οικονομικές του επιδιώξεις. Ας μην ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε πλέον στην Συνταγματική Μοναρχία, στην πρωθυπουργία του Κωλέττη και στην διαμόρφωση της “Μεγάλης Ιδέας”. Την πιθανότητα ότι ο Ξάνθος το 1845 σκόπιμα αποπροσωποποιεί την απάντηση, (απομακρύνεται δηλαδή από την σφοδρή διένεξη με τον Αναγνωστόπουλο που πήρε και προσωπικό χαρακτήρα) αποδίδοντας πλέον με συγκρατημένο τρόπο στην Εταιρεία την ιδεολογική κατεύθυνση του Ελληνικού κράτους (και των νικητών της εσωτερικής σύγκρουσης κατά την Επανάσταση), ενισχύει το κείμενο που καταθέτει το 1843 στην Συντακτική Συνέλευση. Στο κείμενο αυτό κυριαρχεί η επιδίωξη της ηθικής και οικονομικής του αποκατάστασης, (προβάλλεται ως γενικό αίτημα υπέρ των πρωτεργατών της Εταιρείας), ο Καποδίστριας απολαμβάνει μιας γενικής τιμητικής αναφοράς, ο μητροπολίτης Ιγνάτιος και ο κύριος Δομνάδος προφανώς αναφέρονται για να δικαιολογηθεί η ταυτόχρονη αναφορά στον παρόντα, πρόεδρο της Βουλής, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ενώ η εθνικοπατριωτική αυτή αναφορά κλείνει με την παράταιρη, αυτοεξευτελιστική υπενθύμιση της οικονομικής ενίσχυσης. Φαίνεται εξόχως πιθανό, ότι ο Ξάνθος απευθυνόμενος στην Συντακτική Συνέλευση ένα μόνον μήνα μετά τη συγκρότηση της πρώτης Βουλής του Ελληνικού κράτους, συμμετέχει σ’ έναν ιστορικό συμβιβασμό. Κατά τραγική ειρωνεία, ο Ξάνθος θα χάσει τη ζωή του 9 χρόνια μετά, μέσα στον χώρο της Βουλής, όταν θα πέσει από τη σκάλα των θεωρείων. Κατά δεύτερη τραγική ειρωνεία, η κόρη του αν και θα προικοδοτηθεί (όπως ο Ξάνθος ζητούσε) μετά τον θάνατό του με 250 στρέμματα εθνικής γης, δεν θα προλάβει να παντρευτεί και να χρησιμοποιήσει την προίκα, επειδή παθαίνει ημιπληγία (Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ.Ε’, σελ 75).

«Ο όρκος των Φιλικών»
Σπυρίδων Βικάτος (1878-1960)

Ποια ήταν μακροπρόθεσμα η συνέπεια της συνολικής παρέμβασης του Ξάνθου στην ελληνική ιστορία; Ότι η τελευταία απέδωσε την ίδρυση της συνωμοτικής Εταιρείας που γέννησε την Επανάσταση του 1821 σε τρία άτομα, βασιζόμένη στην μαρτυρία του ενός από τους τρεις, μια μαρτυρία που δεν επαληθεύεται από ουδένα και μόνον πειστική δεν είναι. Ο αυτοφερόμενος ως εμπνευστής της Εταιρείας το 1813 δεν πιστοποιεί παρά την απουσία του από κάθε δραστηριότητα της Εταιρείας μέχρι το 1817. Η σταθερή επιμονή του Αναγνωστόπουλου, ότι ο Ξάνθος μυήθηκε το 1817 προφανώς έχει βάση, που ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα αρχικά ΑΔ που ανήκαν στον Γαλάτη, ο ίδιος ο Ξάνθος αδυνατεί να εξηγήσει πώς τα “οικειοποιήθηκε” ο Γαλάτης και γιατί δεν πρόλαβε να τα χρησιμοποιήσει ο Ξάνθος (αν δεχθούμε την περίπτωση ότι το 1817 ξαναμυήθηκε, μετά από περίοδο πλήρους αδράνειας). Όμως και αυτά τα θέματα είναι δεν αποτελούν το κεντρικό ζήτημα. Είναι προφανές ότι το ακανθώδες ζήτημα του “ποιοι σύστησαν την Εταιρεία” έχει ως πυρήνα το “τι είδους Επανάσταση έγινε το 1821”. Είναι προφανές ότι βασικός στόχος του προκύψαντος κράτους ήταν η δικαιολόγηση του Επαναστατικού πυρήνα, που ο ίδιος φρόντιζε με κάθε τρόπο να αποκρύπτει τον εαυτό του και να δηλώνει “άσχετος” με την οργάνωση της Επανάστασης, όχι μόνον πριν την έκρηξή της, αλλά και κατά τη διάρκειά της και μετά την λήξη της. Στην διαμόρφωση αυτού του στόχου και για το χτίσιμο του αντίστοιχου μύθου, ο Ξάνθος πήρε μέρος, συνειδητά ή ασυνείδητα.

Το καραβάκι της Ιστορίας

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

2 Responses to Η ταυτότητα της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης (B’)

  1. Ο/Η ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ λέει:

    Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ and commented:
    Add your thoughts here… (optional)

  2. Ο/Η Θανάσης Κοφινάκης λέει:

    Εσύ που έγραψες αυτό το κείμενο γιατί δεν υπογράφεις; Τι φοβάσαι;

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.